Λέχαρ, Φραντς

Λέχαρ, Φραντς
(Franz Lehàr, Καμάρομ 1870 – Μπαντ Ισλ 1948). Ούγγρος μουσικοσυνθέτης. Ακολούθησε μουσικές σπουδές στη Βουδαπέστη και τις ολοκλήρωσε στην Πράγα το 1888. Ξεκίνησε ως διευθυντής στρατιωτικής μπάντας, όπως και ο πατέρας του. Υπήρξε μουσικός με έντονη προσωπικότητα και καλλιέργησε τη συμφωνική και μελοδραματική μουσική, καθώς και τη μουσική δωματίου, χωρίς όμως επιτυχία. Τελικά, αφιερώθηκε στο είδος που του ταίριαζε περισσότερο –την οπερέτα– και εγκαταστάθηκε στη Βιέννη. Εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του στον στρατό και το 1905 ανέλαβε, μετά την επιτυχία της οπερέτας του Βιεννέζες κυρίες (Wiener Frauen, 1902), τη διεύθυνση του θεάτρου An der Wien. H μεγάλη φήμη του Λ. έφτασε στο αποκορύφωμά της με την οπερέτα Η εύθυμη χήρα (Die lustige Witwe, 1905). Παρά τα περίπου τριάντα έργα που ακολούθησαν, ο Λ. δεν κατόρθωσε να μεταφέρει με ανάλογη επιτυχία το κλίμα μιας κοινωνίας στο μουσικό πεντάγραμμο ούτε να ξαναβρεί με την ίδια καθαρότητα τη σπινθηροβόλα μελωδική χάρη που τον διέκρινε. Αντίθετα, όπως αποδεικνύει η ροπή του προς την ουγγρική (Τσιγγάνικη αγάπη, 1910), την ισπανική (Φρασκουίτα, 1922), την ιταλική (Παγκανίνι, 1925), τη ρωσική (Ο Τσάρεβιτς, 1927), τη γερμανική (Φρειδερίκος, 1928) και την κινεζική παράδοση (Η χώρα του μειδιάματος, 1929), φάνηκε να χάνεται μέσα σε έναν επιφανειακό εκλεκτισμό και σε έναν μανιεριστικό κοσμοπολιτισμό. Πιθανό ρόλο σε αυτή την κατάληξη διαδραμάτισε και το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, που είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή των προτιμήσεων του κοινού της εποχής. Στο πρόσωπο του Ούγγρου συνθέτη Φραντς Λέχαρ η οπερέτα βρήκε τον καλύτερο εκπρόσωπό της. Στη φωτογραφία, σκηνή από την «Εύθυμη χήρα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… …   Dictionary of Greek

  • βαλς — (γαλλ. valse, γερμ. waltz). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, που άνθησε τον 19o αι. Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κλπ., που ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο. Ο όρος προέρχεται από το γερμανικό ρήμα walzen,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”